τυφοπλαστῶν

τυφοπλαστῶν
τυφοπλάστης
inventor of falsehood
masc gen pl
τυφοπλαστέω
invent a falsehood
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τυφοπλάστης — ὁ, Α αυτός που επινοεί ψεύδη («μυθογράφων ἢ μιμολόγων ἢ τυφοπλαστῶν τὰ μηδενὸς ἄξια σεμνοποιούντων», Φίλων). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. κηρο πλάστης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”